χηνόμορφα

χηνόμορφα
τα, Ν
ζωολ. τάξη πτηνών με δύο οικογένειες, την πολυπληθέστερη anatidae, με 142 περίπου ευρέως διαδεδομένα είδη, όπως είναι οι αγριόπαπιες, οι αγριόχηνες, οι κύκνοι, και την ελάχιστα γνωστή οικογένεια anhimidae, με 3 είδη τής Νότιας Αφρικής, αλλ. νησσόμορφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. anseriformes < anser «χήνα» + form «μορφή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγριόχηνα — Στεγανόποδο, χηνόμορφο πτηνό της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών. Έχει σώμα βαρύ, ράμφος κοντό και χοντρό στη βάση και πόδια μακρύτερα από της αγριόπαπιας. Τo χρώμα της είναι καφετί γκρίζο έως λευκό. Αλλάζει τα φτερά της δύο φορές τον χρόνο,… …   Dictionary of Greek

  • στεγανόποδα — Ομάδα πουλιών, που παλιότερα αποτελούσε ιδιαίτερη τάξη, αλλά σήμερα έχει κατανεμηθεί σε πολλές άλλες, γιατί πολλά από τα πουλιά που την αποτελούν διαφέρουν μεταξύ τους σε σημαντικά χαρακτηριστικά. Τα σ. έχουν στα κάτω άκρα ένα είδος παλάμης: τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”